
Μην ξεχνάς τον παγοκόφτη, τον κόφτη και τον Ωρωπό
Όσο πλησιάζει το τέλος,
Όσο πλησιάζει το τέλος,
Πήρε να σηκώνεται ψηλά η ζέστη
Στο απέναντι καφέ οι μουσικές
Αναγκάστηκα και έβαλα
Κλείσαμε την τηλεόραση και μιλούσαμε.
Και ήταν όλα τόσο κοντά:Η μέρα της Λαμπρής,
Πρωτομαγιά αύριο.
Την θυμάμαι σαν όνειρο και ως περίπτωση.
Όσα την πίεζαν ήθελε να τα απλώσει στον ήλιο,
Με αφορμή τα τελευταία γεγονότα στο Βόλο,
Έτσι που ανεμίζει το ρούχο Σου,
…Αν και είμαι σκέτη απάτη!
Όταν βράδιασε, λέει το Ευαγγέλιο, ήρθε
Η Κυριακή των Βαΐων
Νομίζω πως η ίδια δεν φανταζόταν
Το πρόσωπο του Αγίου Λαζάρου
Χθες συνειδητοποίησα (με τρόμο, είναι η αλήθεια)
Πήρε τέσσερεις οικογένειες προσφύγων
Πάντα έτσι είναι και θα είναι, όσο υπάρχουν άνθρωποι.
Αυτό το εργόχειρο το έχω ονομάσει
Ένα πρωί η μάνα μου -μένει στον επάνω όροφο-
Το απόγευμα της Κυριακής δεν ήταν ποτέ
«Να λυπάστε το έθνος
«Ο γέρος μου είναι από κάτω» έλεγε η
Ήθελε πάλι να φύγει στα παραμύθια, στις μουσικές,